χαμ(αι)-

χαμ(αι)-
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι-βάμων, χαμ-ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και μεταφορικά με τη σημασία τού ταπεινού, τού φτωχού, τού άθλιου (πρβλ. χαμαί-ζηλος, χαμ-ό-ζωος), αλλά και τού τιποτένιου, τού ποταπού, σε τύπους με μειωτική σημασία (πρβλ. χαμαι-τυπη, χαμ-ερπής, χαμ-εύνη). Εκτός από τις μορφές χαμ- και χαμαι-, απαντά και η μορφή χαμο- σε μικρό αριθμό συνθέτων τής Αρχαίας και Μεσαιωνικής (όπου έχει προέλθει από το χαμ- με συνδετικό φωνήεν -ο-) κυρίως, όμως, σε σύνθετα νεοελληνικά (συχνά παράλληλα με τύπους με χαμαι-, πρβλ. χαμαι-κέρασο: χαμο-κέρασο), κατ' επίδραση τού επιρρήματος χάμω*. Εξάλλου, στη Νέα Ελληνική το α' συνθετικό χαμο-, εκτός από τις σημασίες τού χαμ(αι)-, χρησιμοποιείται και με σημασία «λίγο, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό», για να μετριάσει δηλαδή τη σημασία τού β' συνθετικού (πρβλ. χαμο-γελώ, χαμο-θαρρώ, χαμο-πειράζω). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ένας σημαντικός αριθμός από τα σύνθετα με α' συνθετικό χαμ(αι)- / χαμο- είναι ονομασίες φυτών (πρβλ. χαμαί-δρυς, χαμαι-κέρασος, χαμαί-μηλο) και ζώων (πρβλ. χαμαι-λέων, χαμαι-σαύρα), ορισμένοι από τους οποίους είναι αντιδάνειοι (πρβλ. χαμαι-κύπαρις < αγγλ. chamae-cyparis, χαμαι-σίφων < αγγλ. chamae-siphon), ενώ απαντούν και άλλοι επιστημονικοί όροι, συχνά τής ιατρικής, οι οποίοι επίσης έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι στην Ελληνική (πρβλ. χαμαι-κεφαλία < αγγλ. chamae-cephaly, χαμαι-κογχία < αγγλ. chamae-conchy).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χαμ(αι) / χαμο-: χαμαιάκτη, χαμαιβάλανος, χαμαιδάφνη, χαμαίδρυς, χαμαίζηλος, χαμαικέρασος, χαμαίκισσος, χαμαικλινής, χαμαιλέων (-οντας), χαμαίμηλο(ν), χαμαιπετής, χαμαιπεύκη, χαμαίρωψ, χαμερπής, χαμουλκός
αρχ.
χαμαίβατος, χαμαιδικαστής, χαμαίκαυλος, χαμαικοίτης, χαμαικυπάρισσος, χαμαιλεχής, χαμαιλίβανος, χαμαιμυρσίνη, χαμαιπαγής, χαμαίπιτυς, χαμαιπλάτανος, χαμαιπόρος, χαμαίπους, χαμαιρεπής, χαμαισύκη, χαμαισχιδής, χαμεταίρα, χαμεύνη, χαμηδύοσμος, χαμόγαιος
αρχ.-μσν.
χαμαιγενής, χαμαιδιδάσκαλος, χαμαιράφανος, χαμαιριφής, χαμαίστρωτος, χαμαίσυρτος, χαμαιτύπη, χαμελαία, χαμοκέντησις
μσν.
χαμαιβάμων, χαμαίγειος, χαμαιπάτιον, χαμαιτρίκλινον, χαμαιτρόφος, χαμαιφερής, χαμεύρετος, χαμόζωος, χαμόσορις
μσν.- νεοελλ.
χαμαιφυής
νεοελλ.
χαμαιβάτια, χαμαικεφαλία, χαμαίκνημις, χαμαικογχία, χαμαικύπαρις, χαμαιμετωπία, χαμαίπρινος, χαμαιπροσωπία, χαμαιρρινία, χαμαισαύρα, χαμαισίφων, χαμαίφυτο, χαμοβαστιέμαι, χαμογέλιο, χαμογελώ, χαμόδεντρο, χαμόδρακας, χαμοζωή, χαμοθαρρώ, χαμοθεός, χαμοκέλα, χαμοκέρασο, χαμόκλαδο, χαμοκουκιά, χαμοκυλιέμαι, χαμόλευκα, χαμολίβανο, χαμολόγι, χαμολούλουδο, χαμομήλι, χαμοπειράζω, χαμοπέρδικα, χαμορείκι, χαμοσέρνω, χαμόσπιτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χαμ — Βιβλικό πρόσωπο, δευτερότοκος γιος του Νώε. Ο πατέρας του τον καταράστηκε, εξαιτίας της ανευλάβειάς του, να υποδουλωθεί, αυτός και οι απόγονοί του, στους Σημίτες. Οι απόγονοι του X., που λέγονται από το όνομά του Χαμίτες, ήταν, κατά το ι’… …   Dictionary of Greek

  • χἄμ' — ἅμα , ἅμα at once doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμ(π)λός — ή, ό, Ν βλ. χαμηλός …   Dictionary of Greek

  • Χαμίτες — Όρος που προέρχεται από τον βιβλικό πίνακα των γενεαλογιών των λαών (Γένεσις, κεφ. I) και αφορά τους απογόνους του Χαμ, γιου του Νώε. Ο όρος χρησιμοποιείται γενικά για να καθορίσει τους μη νεγρικούς πληθυσμούς που κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων …   Dictionary of Greek

  • Ιάφεθ — Βιβλικό πρόσωπο, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γνωστός ως Ι. ο Δίκαιος. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ο τρίτος γιος του Νώε μετά τον Σημ και τον Χαμ. Για τον σεβασμό που έδειξε προς τον πατέρα του, όταν μεθυσμένος ο Νώε άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • хам — I I – межд., передающее жадное поедание, хамкать есть , хамка собака , детская речь, звукоподражательное. Едва ли правильно сближение с шамать шептать (Ильинский, ИОРЯС 20, 4, 174), которое предполагало бы праслав. древность. II II, род. п. а… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ham (son of Noah) — Ham (Cham) Children Cush Mizraim Phut Canaan Parents Noah Ham (Hebrew: חָם, Modern H̱am …   Wikipedia

  • Ham (Bibel) — Ham (Hebräisch: חָם, Griechisch Χαμ, Aussprache: Cham) war laut dem Tanach und dem Altem Testament (Gen 9,24) der jüngste Sohn von Noach (Noah) und gilt als Stammvater der Hamiten. Inhaltsverzeichnis 1 Näheres 2 Der Fluch über Ham 3 Irische… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”